στροβοσκοπικός

στροβοσκοπικός
-ή, -ό, Ν [στροβοσκοπία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στροβοσκοπία
2. φρ. «στροβοσκοπικός φωτισμός»
τεχνολ. φωτισμός ενός ταχέως εξελισσόμενου φαινομένου μέσω περιοδικών αναλαμπών βραχείας διάρκειας που εκπέμπονται με κατάλληλη συχνότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”